- χουφτώνω
- χουφτώνω, χούφτωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χουφτώνω — και φουχτώνω αρπάζω με τη χούφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουφτώνω — και φουχτώνω Ν [χούφτα / φούχτα] 1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά 2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε») 3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία … Dictionary of Greek
δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… … Dictionary of Greek
φουχτώνω — Ν βλ. χουφτώνω … Dictionary of Greek
χεριάζω — Ν [χέρι] χουφτώνω, αρπάζω με την παλάμη, αδράχνω … Dictionary of Greek
χουφτίζω — φουκτίζω, ΝΜ, και φουχτίζω Ν χουφτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χούφτα] … Dictionary of Greek
χουφτιάζω — και φουχτιάζω Ν [χούφτα / φούχτα] χουφτώνω … Dictionary of Greek
χουφτωσιά — και φουχτωσιά, η, Ν χούφτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χουφτωσ /φουχτωσ τού αορ. χούφτωσα / φούχτωσα τού χουφτώνω / φουχτώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] … Dictionary of Greek
χούφτωμα — και φούχτωμα, το, Ν [χουφτώνω / φουχτώνω] 1. το να αρπάζει κανείς κάτι με την χούφτα 2. μτφ. βάναυση ερωτική χειρονομία … Dictionary of Greek
φουχτώνω — φούχτωσα, φουχτώθηκα, φουχτωμένος, και χουφτώνω χούφτωσα, χουφτώθηκα, χουφτωμένος, μτβ., αρπάζω κάτι με τη φούχτα, με την παλάμη, χεροβολιάζω: Φούχτωσε το σακουλάκι κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)